- στόχῳ
- στόχοςpillarmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταστοχώ — καταστοχῶ, έω (Α) 1. βρίσκω τον στόχο, ευστοχώ 2. μτφ. πετυχαίνω τον δεκασμό, τη δωροδοκία κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στοχῶ (< στοχος < στόχος), πρβλ. α στοχώ, ευ στοχώ] … Dictionary of Greek
στόχος — ο, ΝΜΑ σημείο ή αντικείμενο προς το οποίο σκοπεύει, κατευθύνει τη βολή τού όπλου του κάποιος, σημάδι νεοελλ. 1. σκοπός, επιδίωξη 2. πρόσωπο ή αντικείμενο προς το οποίο κατευθύνεται μια ενέργεια («έγινε στόχος άδικων επικρίσεων και συκοφαντιών») 3 … Dictionary of Greek